οξ(ε)ιδωτικός

οξ(ε)ιδωτικός
-ή, -ό
χημ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξείδωση
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει οξείδωση
3. φρ. «οξειδωτικό μέσο»
χημ. σώμα που έχει την ιδιότητα να οξειδώνει άλλα σώματα ή σώμα ικανό να παρέχει οξυγόνο ή και, γενικότερα, σώμα το οποίο δεσμεύει ηλεκτρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(ε)ιδωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”